κοντῶν

κοντῶν
κοντός
pole
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐρυκόντων — ἐρῡκόντων , ἐρύκω keep in pres part act masc/neut gen pl ἐρῡκόντων , ἐρύκω keep in pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • υστριχίδες — (Hystrichidae). Οικογένεια θηλαστικών του αθροίσματος των τρωκτικών. Περιλαμβάνει ζώα μικρά ή μέτριου μεγέθους, που χαρακτηρίζονται κυρίως από τα πολυπληθή αιχμηρά αγκάθια, με τα οποία είναι σκεπασμένο το σώμα τους. Οι Υ. ζουν κυρίως στην Ευρώπη …   Dictionary of Greek

  • Κονταδάς — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από το Σέλινο της Κρήτης. Είναι πιθανόν ότι η καταγωγή τους ανάγεται στον βυζαντινό οίκο των Κοντών. 1. Αναγνώστης. Βλ. λ. Κονταδάς, Αναγνώστης. 2. Γεώργιος. Πήρε μέρος στις Κρητικές επαναστάσεις μετά το 1841 …   Dictionary of Greek

  • ἀκόντων — ἄκων involuntary masc gen pl ἀ̱κόντων , ἀέκων involuntary masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”